Every work of art is an uncommitted crime


-Theodor Adorno-

daDa ποiησΗ dAda λογοtεΧνiα dadA pUnk dADa

Τελάλης:

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2014

Χιβάρος







(ακατάλληλο για πολιτισμένους)



 πηγή wikimedia commons


Εικόνα 1.



Αμαζόνας. Στα μέσα τής δεύτερης χιλιετίας. Εκεί που το εκουαδόρ συνορεύει με το περού. Γη των χιβάρος. Οι λευκοί κατακτητές σφάζοντας και προχωρώντας στα σπλάχνα της ηπείρου, αναζητώντας χρυσό έφτασαν και στην εξαιρετικά πλούσια σε χρυσάφι περιοχή των χιβάρος. Οι χιβάρος αρχικά αποτραβήχτηκαν πιο μέσα στη ζούγκλα. Φιλήσυχος λαός, κατά βάση αγροτικός. Άνθρωποι ελεύθεροι μέσα στην καρδιά της γης, μεταξύ τους ίσοι, χωρίς βασιλιά και χωρίς θεό. Οι λευκοί κατακτητές όμως δεν καταλαβαίναν τίποτα έξω απ’ το χριστιανικό τους πνεύμα -τίποτα, εξαιτίας του. Στ’ όνομα του βασιλιά και του σταυρού, στον πόθο της κατασκευασμένης από τις αξίες ψυχής τους, όρμησαν στον χρυσό. Διόλου δεν νοιάζονταν για την καρδιά της ζούγκλας, το πνεύμα του αμαζόνα, την ανθρώπινη ύπαρξη που αποτελούσε από πάντα σάρκα και όργανο ενός γιγάντιου οργανισμού. Είχαν μάθει αλλιώς εκείνα τα πρώτα εκατό χρόνια -κι ακόμα βαστάνε τις ίδιες συνήθειες- να πετσοκόβουν, να κλέβουν, να βιάζουν, να εξουσιάζουν σκλάβους. Θέλανε χρυσάφι, θέλαν και ανθρώπους-σκυλιά. 1599. Οι χιβάρος επιτέθηκαν στους λευκούς κατακτητές και κατέσφαξαν 25.000. Τον διοικητή τον σκότωσαν ρίχνοντας μέσα στο στόμα του λειωμένο χρυσό. Τα κεφάλια των λευκών κατακτητών τα κάνανε μπρελόκ -το περιβόητο τσάντσα. Για τους χιβάρος η φροντίδα του κεφαλιού αποτελούσε μια μορφή εξαγνισμού από τον φόνο. Για τους λευκούς κατακτητές που δεν καταλάβαιναν τίποτα ήταν μια πράξη αποκρουστική, ένα φρικτό τρόπαιο. Από τότε και για αιώνες κανείς δεν τόλμησε να τους ενοχλήσει, οι θρύλοι οργίαζαν, και μόνο στο άκουσμα του ονόματός τους -χιβάρος- τρέμανε. Μέχρι τις δικές μας μοντέρνες εποχές…



Εικόνα 2.

αιώνια επιστροφή I

1599.
Λένε οι ποιητές πως τις νύχτες πέφτει σιγή. Κι έτσι θα ‘ναι, όπως στο πόκερ το φουλ χάους κερδίζει το φλας. Πρώτα αποδέχεσαι τους κανόνες κι έπειτα παίζεις σιγή -είναι μόνο ένα παιχνίδι. Η πραγματικότητα χάνεται σαν όνειρο, το πρωί σαν ξυπνάς. Κι εδώ που κοιτάω βράδυ είναι, και νύχτα τρομερή, πραγματικότητα που μπορείς να την ονειρεύεσαι και πάλι πιο αληθινή να φέγγει μες στα σπλάχνα της, σκηνές να φανερώνει. Το μάτι που σχίζεται απ’ το ξυράφι τι όραση μας ταΐζει; Όπως και νά ‘χει πρώτα ακούς κι έπειτα βλέπεις, αν είσαι τυχερός, αν αντέχεις -σιγή δεν υπάρχει έξω από τη λεπτεπίλεπτη ψυχή του ποιητή, νύχτα είναι, και άγριο δάσος πάντα, κάτι σαν τον αμαζόνα, ή μπορεί και να είναι κάθε φορά ο αμαζόνας, σε κάθε περίπτωση αυτός, αμαζόνας που σαλεύει πίσω από το δέρμα, ποτίζει τα νεύρα, κι αυτά τουμπανιάζουν, γίνονται ρίζες. Και τα δάση έρχονται αδιάκοπα. Τρομερά είναι. Ταΐζονται με σάρκα αμαζόνα. Με βουητά. Με σουρσίματα. Με ομιλίες ακαταλαβίστικες. Κλιματσίδες μέσα από το υγρό φυλλόχωμα, ντυμένα δάση, δέρματα που κρύβουν μια ασύλληπτη ζωή. Κύκλος αέναος. Στιγμές που μπορείς να αισθανθείς τον χτύπο μιας γιγάντιας καρδιάς: νε ρό - νε ρό. Στα βουνά, μέσα από τα βράχια, κάτω από τη γη, στην πέτρα και στο σώμα, γιατί είναι παντού, σε κάθε αλήθεια, ακόμα κι αν η αλήθεια αυτή δεν αφορά στην πραγματικότητα, παραπόταμοι λιγνοί σαν νήματα, φίδια που φτειάχνουνε φωλιές στις πιο σκοτεινές τρύπες.  Κυλάει το νερό. Μάτια κούφια, κόγχες θαλασσοδαρμένες ή μάτια με καταρράκτη. Νερά που γκρεμίζονται κι αφρίζουν μανιασμένα. Νερό παντού. Και στην ψυχή. Μέσα στον λαβύρινθο η ίδια του η άκρη, ρέει, πραγματικότητα που δεν πιάνεται μα διαβάζεται σαν χάρτης. Ακούς; Δικαιολογία δεν υπάρχει, κι αν δεν ακούς, αν δεν βλέπεις, έχεις σώμα που καταλαβαίνει. Η πραγματικότητα ανήκει στον αμαζόνα. Τροφοδότης θεός για τους άγριους, διάβολος για τους πολιτισμένους (el diablo ψιθύριζαν οι κονκισταδόρες, σαλοί και έντρομοι, χαμένοι μες στη νύχτα). Αυτή η ζωή της νύχτας, ο θόρυβος, ο θάνατος. Αλλά σιγή; 

Δεν άκουγες τίποτα. Έτρεχες σπάζοντας κλαδιά και θρυμματίζοντας φύλλα. Τα αμέτρητα πράσινα, σκούρες κηλίδες που αγκαλιάζουν το δέρμα του δάσους, κι ανάμεσα ρωγμές, φως και ανάσα, τόση ομορφιά που σβήνει σαν λαχανιασμένο σώμα, καίνε τα πνευμόνια, τρέχεις να ξεφύγεις από τον θάνατο μα η παραφωνία του σώματός σου τον κάνει θαρρείς πιο γρήγορο μέσα σε τόση ομορφιά γίνεσαι αναπόφευκτα ο στόχος -τί είδους ομορφιά; ίχνος της δεν πιάνεις σαν παίζεται η ζωή σου, το κεφάλι σου. Γαμώ το κεφάλι μου -αντιλαλεί στο ηλίθιο κεφάλι σου, τόσο μέσα, τόσο πέρα, αιώνες μακριά, τι γύρευες; Δεν βλέπεις και δεν ακούς. Ούτε την ανάσα σου δεν μπορούσες να ακούσεις που κόντευε να σπάσει. Ο θεός σου μόνο μία λέξη -μία λέξη που μετράει λεπτά ή μάλλον δευτερόλεπτα. Ένα, δύο, τρία -σφύριξαν περισσότερα, φύλλα που κι αν λυγίζουν σχίζονται απότομα- τα βέλη στο κορμί σου, έμπαιναν, σάρκα ιδρωμένη, βουτηγμένη σ’ ένα ωμό παρελθόν, ποτισμένη με το μεδούλι του δάσους. Λουλούδια άγρια, ανέγγιχτα, λουλούδια που μεταστοιχειώνουν την ομορφιά σε θάνατο. Έτρεχες και λίγο μετά πήγαινες παραπατώντας. Έτρεχαν ξοπίσω σου σαν γεράκια -γοργά πόδια και πολύχρωμα φτερά. Το αίμα σου μπαρούτι. Βήμα βραδύ και δεν είσαι σ’ εφιάλτη. Είσαι τότε που θέλεις δεν θέλεις, μπορείς δεν μπορείς, καί ακούς καί βλέπεις, μια ξαφνική όξυνση των αισθήσεων που δεν σε βοηθάει να επιβιώσεις, έχεις ξεχάσει να νιώθεις ζωντανός, και τώρα θα πεθάνεις, οι αισθήσεις σου το ξέρουν, είναι εκεί αλλά αδυνατούν να κάνουν το οτιδήποτε, εκφυλισμένες, απλές μάρτυρες του τέλους. Πριν το δηλητήριο κολυμπήσει στην καρδιά σου, είδες: τα κεφάλια τους σκεπασμένα με φτερά, μικροκαμωμένα χέρια με φυσοκάλαμα και βέλη, πόδια αναπάντεχα ανθρώπινα, κορμιά σκανδαλωδώς γυμνά, κάποιος σε γράπωσε απ’ τα μαλλιά -είδες το χαμόγελό του. Ακτινωτές φλόγες ξεχύθηκαν χείμαρος, σμήνος χρωμάτων και σκιάστηκαν τα σχήματα, έμπαινε το φως, θαρρείς κι ένα πινέλο βουτούσε τη μύτη του στο δάσος κι έπειτα ζωγράφιζε μ’ αυτήν τα γυμνά σώματα, χειρονομίες θαρραλέες, η πρησμένη σελήνη ξεκοιλιαζόταν μέσα στο δάσος, τότε που η όρασή σου πνιγόταν από την αγωνία, την ώρα κείνη που το δηλητήριο θα διαπερνούσε εύκολα τη σκληρή σου καρδιά, για πάντα -το χαμόγελό του τρυπούσε το δέρμα σου, τελείωνες μ’ ένα χαμόγελο αληθινό, γιγάντιο για έναν τόσο μικροκαμωμένο άνθρωπο, δεν ήσουν σίγουρος και τώρα είσαι: άνθρωπος είναι, κι αυτό σε τρομάζει περισσότερο -η στιγμή του τέλους σου είναι η στιγμή που η πλάνη χάνεται, όλη η ζωή σου.

Ο κύριος και σωτήρας σου την είχε κάνει όπως κάθε φορά, σε κάθε τελευταία ανάσα, πάντα απών. Τον θυμήθηκες μόνο τότε. Κι όταν πεθάνεις παύεις να θυμάσαι. Θυμάμαι. Δεν ήσουν τυχοδιώκτης, έτσι έλεγες τότε, σαν σάλπαρε το πλοίο με τους ευρωπαίους φονιάδες, δήλωνες χριστιανός, πιστός του θεού και του βασιλιά, θεματοφύλακας του λευκού σου πολιτισμού, ένας άξιος διαφωτιστής και πρωτοπόρος. Είχες γυναίκα και δυο παιδιά. Δεν το ξέρεις μιας και είσαι νεκρός μα τα παιδιά σου σε είχαν εικόνισμα, πρότυπο, θεμέλιο της ζωής τους. Και τα παιδιά των παιδιών σου επίσης, και τα παιδιά των παιδιών των παιδιών σου, και κάθε παιδί κάθε παιδιού των παιδιών σου -η αιώνια πίστη του αίματος, της φυλής η αιώνια ανοησία που γίνεται αξίες, παράδοση, πνεύμα. Ποτέ τους δεν σκέφτηκαν, γιατί δεν μπορούσαν να σκεφτούν. Κανείς δεν σκέφτεται, δεν υπάρχει «εγώ σκέπτομαι», γιατί δεν υπάρχει σκέψη ελεύθερη από τους γονείς της -δεν υπάρχει καν εγώ. Η σκέψη είναι η αναπαραγωγή -σε κάποιο βαθμό- της κοινωνίας, των ψεύτικων δομών της ένας μηχανισμός για να τραβάει η κοινωνία μπρος -οι αφεντάδες της πότε να διατηρείται κι άλλοτε να διογκώνεται καταπίνοντας λαούς, χέζοντάς τους σκλάβους. Γρανάζια και ρουλεμάν, καζάνια, βαλβίδες και θερμοστάτες, λωρίδα παραγωγής η σκέψη κι η ψυχή ο πίνακας ελέγχου: πότε αργά κι άλλοτε γρήγορα, η τυποποίηση δεν πρόκειται να σταματήσει. Σώματα κάποτε ζωντανά που μπήκαν σε κονσέρβες, νεκρά -ψιλοκομμένα ή σε χυμό. Παραδοσιακή η συνταγή με σεβασμό στον καταναλωτή -πουθενά αλλού. Η σκέψη που προσπαθεί να ικανοποιήσει ένα νεκρό σώμα. Σκέψη η νεκρόφιλη.

Ήταν ωραία κάποτε, τότε που έκανες ό,τι ήθελες, είχες όλη τη δύναμη και την ευλογία, αλλά το χρυσάφι κι η κερδισμένη με βύσμα θέση στον παράδεισο δεν αρκούσαν ώστε να μη νιώσεις βαρεμάρα. Αυτό που σ’ έτρωγε. Αυτό που ήσουν κι όχι αυτό που ο βασιλιάς-πατέρας και η μητέρα-εκκλησία φορούσαν στην ψυχή σου μιας κι οι μπίζνες πήγαιναν εξαιρετικά καλά -άστραφτες από δόξα και τιμή, ήρωας, χριστιανός και πατριώτης. Σ’ έτρωγε η βρομερή αλήθεια σου, τα σπλάχνα σου, κι εδώ, στην πιο αγνή γη τού τότε κόσμου μπόρεσες να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Ανακάλυψες όλες τις διαστροφές σου, εφεύρες καινούργια γούστα. Κρίμα που δεν θυμάσαι. Κανείς πια δεν θυμάται. Τότε που δοκίμαζες τις λεπίδες σου κατά πόσο κόβουν πάνω στις σάρκες των παιδιών. Τότε που έκοβες ένα χέρι ή ένα πόδι τους στοχαζόμενος αν άραγε οι κραυγές τους είναι ανθρώπινες. Τότε που διασκέδαζες την τρέλα σου βάζοντας στοιχήματα με τους άλλους γλεντζέδες -ελευθέρωνες δήθεν μερικούς αιχμαλώτους για ν’ αμολήσεις αμέσως μετά τα σκυλιά σου τα οποία κάθε φορά προλάβαιναν και κατασπάρασαν το θήραμά τους. Τότε που έπαιρνες βρέφη βυζανιάρικα, έσπαγες τα κόκκαλά τους και τα πετούσες στο νερό γελώντας με απαίσια σχόλια που μόνο η φυλή σου έβρισκε αστεία και τα οποία δεν μπορώ καν να προφέρω. Η φυλή σου ακόμα τα βρίσκει αστεία. Μην σε ξεγελά η αιώνια πρόοδος. Απ’ τις λέξεις στις πράξεις μεσολαβεί μια συγκυρία που όλα δήθεν τα δικαιολογεί στο όνομα κάποιας αξίας. Αναπηδάει ο χρόνος στη ρουλέτα του πολιτισμού, πότε συγκαλύπτει κι άλλοτε γκρεμίζει αποστάσεις. Εκατομμύρια άνθρωποι που χωράνε σε μια χούφτα ανεκδότων, όπως κάποτε στα τρένα, θα είναι οι πρώτοι που θα μπούνε στις κάσες. Έχουμε ό,τι θες -πάντα θα έχουμε- γυναίκες, νάνους, μαύρους, τσιγγάνους… κάτι λίγους ινδιάνους. Η ψυχή σου να ορέγεται! Το πνεύμα και πάλι θα επιβληθεί τσακίζοντας τη σάρκα. Η παράδοση είναι παράδοση, το λένε κι οι παπάδες σε κάθε εποχή, οι αξίες πρέπει να διατηρούνται, μ’ αυτές άλλωστε κατάφεραν οι απόγονοί σου όσα κατάφεραν. Έτσι δεν είναι; Αίμα κι ατιμία, χρυσή ευκαιρία. 

Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Κάτι θα θυμάσαι, δεν μπορεί, ένα αποτύπωμα, μία ουλή, σαν κακό όνειρο τόσο πραγματικό που σε ρούφηξε στον άλλο κόσμο τού τίποτα. Μα μην τρελαίνεσαι, κι εδώ κι εκεί τίποτα, αυτό που συνδέει όλους τους κόσμους. Ένα τίποτα που πότε παίρνει μορφή κι άλλοτε τη χάνει. Μισή χιλιετία μετά τί άλλαξε στην αντίληψη του ανθρώπου; Ακόμα η εκκλησία στο πηδάλιο, ακόμα τύραννοι και φεουδάρχες, ακόμα χαραμοφάηδες βασιλιάδες -φαντάσου!- κι ο λαός το ίδιο ηλίθιος, πάντα περήφανος κι εξαρτημένος μπούλης. Πότε χριστιανός, πότε ναζί, πότε επιχειρηματίας, πότε μαφιόζος, πότε πρωθυπουργός, αρκεί να δηλώνεις πατριώτης, σωτήρας και απελευθερωτής, ξέρεις εσύ, οι χορδές του λαού π’ αγγίζονται τόσο εύκολα, χωρίς καν χέρια ή δάχτυλα, χορδές που οι ιδέες τίς κάνουν να παίζουν συμφωνίες. 

Ώσπου η μέρα πέρασε και ήρθε η νύχτα. Έτσι είναι η νύχτα. Έρχεται απότομα καταπίνοντας τα ποιήματα, αυτήν τη φτειαχτή λεπτότητα, τη σιωπή. Παίζει τη μουσική της, ουρλιάζει η νύχτα, μελωδίες του πεινασμένου χώματος. Στον αμαζόνα είσαι, και τη νύχτα να τη σέβεσαι, δεν πρέπει να κοιμάσαι. Τσιτωμένα σχοινιά, σαν να πέφτεις στη σκοτεινή θάλασσα από πολύ ψηλά, οι τένοντές σου σε τραβούσαν έξω από το όνειρο. Ξύπνησες απότομα. Κραυγές, κοψιές που σφύριζαν στον αέρα και κούρντιζαν τα νεύρα -τι παιζόταν; Συνήθως οι κραυγές σε νανούριζαν γλυκά τα βράδια κι ακόμα πιο γλυκά τα μεσημέρια, κραυγές γυναικών, κραυγές παιδιών, πάντα οι κραυγές των ιθαγενών, συνήχηση των σφαγιασμένων. Μα τι ‘ναι τούτο το φάλτσο απόψε; τίνος η φαλτσέτα κόβει απόψε; Αυτές οι κραυγές είναι λευκές, σημάδι πως κάτι πάει στραβά, πως μάλλον παίζεται ο κώλος σου, δηλαδή το κεφάλι σου, κι ας φαντάζει αδύνατο στο αδίστακτο μυαλό σου. Δεν γίνεται τα σκυλιά σου μια νύχτα να σου επιτεθούν και να σε κατασπαράξουν. Μουρμούριζες, για να μην πεθάνεις απ’ τον τρόμο. Θα χρειαζόταν να σφάξεις μερικούς ερυθρόδερμους ώστε να καταλαγιάσει η οργή σου, όμως εκείνη τη νύχτα η οργή δεν ήταν με το μέρος σου. Σκυλιά, μουρμούριζες, ένας άρρωστος λευκός στην ξεκάθαρη πια νύχτα. Χεσμένος, έτσι έμπαινες στο καλογυαλισμένο σερβίτσιο του δάσους. Όλα όσα άξιζες. Θρασύδειλε. Λίγο πριν, είδες απ’ το παράθυρο και είδες ακέφαλα κουφάρια στο κομμένο ασήμι της σελήνης λίγο πριν ταραχτείς ξαφνιάστηκες -σαν να σου λεν πως θεός δεν υπάρχει. Σκύλος να τρώει τον αφέντη; Μπήκες τρέχοντας στη ζούγκλα ελπίζοντας πως θεός υπάρχει. Θεός δεν υπάρχει, μόνο αμαζόνας υπαρχει, κι αμέτρητες εκπλήξεις -οι μικροκαμωμένοι αγρότες που δεν υπήρξαν σκυλιά κανενός, ποτέ. Οι «κεφαλοκυνηγοί χιβάρος». Οι μόνοι ελεύθεροι να ζουν όπως αυτοί θέλουν, έξω από τον πολιτισμό, την πρόοδο, γιατί ποτέ τους δεν έμαθαν να κοροϊδεύουν τη ζωή -να τι παθαίνει κανείς αν δεν μορφοποιείται από τη δική σου κοινωνία, αν δεν έχει παιδεία… Αμυνόμενοι στη βία με βία, ξεδόντιασαν τους κατακτητικούς στρατούς δύο ανθρωποφάγων αυτοκρατοριών. Τσάντσα λοιπόν οι θρυλικοί ίνκας, τσάντσα κι οι διεστραμμένοι χριστιανοί.




Εικόνα 3.

ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο

Έκαναν και έργα τέχνης. Μη μου πεις πως σοκάρεσαι. Δεν μπορείς να λες πως σοκάρεσαι -εσύ που έσφαζες για πλάκα γυναικόπαιδα. Ούτε οι απογονοί σου μπορούν να υποκρίνονται ένα ευαίσθητο στομάχι -εκείνοι φτάσαν σε σημείο να ψήνουν ανθρώπους σε φούρνους. Όσα φρικτά δημιουργήσατε κι όσα δημιουργείτε, πηγάζουν από μια διεστραμμένη ανάγκη που απολαμβάνει τη γνώση ότι ο πόνος των άλλων είναι ανείπωτος, ο πόνος εκείνων που πάντα βρίσκονται αμυνόμενοι -κι ακόμα καλύτερα ανήμποροι- οι σάρκες τους που πάντα λιγοστεύουν. Οι χιβάρος εμπόδισαν τα όνειρά σας αφήνοντας ακόρεστες τις επιθυμίες σας. Γι’ αυτό ό,τι λέτε γι’ αυτούς δεν έχει καμία σημασία -ποτέ ένα άδειο στομάχι δεν υπήρξε ικανό να κάνει ψύχραιμες εκτιμήσεις, πόσω μάλλον μια νηστική, ανικανοποίητη ψυχή. Οι χιβάρος είναι αυτό που εσείς δεν είστε. Και αληθινοί, και ελεύθεροι, και γενναίοι, και περήφανοι, και φυσικοί. Κι αν δουλεύαν με υλικό τους το ανθρώπινο κεφάλι πάλι έργα τέχνης λέγονται -οι απόγονοί σου το λένε χωρίς να το λένε, στα μουσεία τους τα φυλάνε, τσάντσα σε βιτρίνες, χρήμα κονομάνε. Και σίγουρα δεν είναι περισσότερο βίαια από τα πορτρέτα του φράνσις μπέικον ή τα χαρακτικά του γκόγια. Αυτό που τρομάζει είναι η προέλευση του έργου τέχνης. Δεν είναι η μέριμνα αλλά μια φρικτή απειλή. 

Κι αν δεν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, ούτε χριστός, τυχερέ, να βασανίζεσαι αιώνες στα καζάνια του μεφιστοφελή -που δεν υπάρχει γι’ αυτό έπραττες όσα έπραττες, αφού ήξερες, μα τά ‘λεγες για να τ’ ακούνε οι άλλοι, να ελέγχεις, να εξυψώνεσαι, να φορτώνεις τις κασέλες με χρυσό κι αν δεν υπάρχει τίποτα, δεν μπορώ να παραβλέψω το χιούμορ της ύπαρξης τώρα που σε κοιτώ. Η αξία της ζωής σου όσο η αξία μίας μολυσμένης κουράδας σε υδραγωγείο, ή -λιγότερο ποιητικά- μιας ανεξέλεγκτης επιδημίας -λευκοί με μαύρα σπλάχνα, χαλασμένα- και τώρα νεκρός ν’ αξίζεις ποιος ξέρει, ίσως περισσότερο από χρυσάφι, περισσότερο ίσως κι από έναν γκόγια. Βλέπεις; Πως να δεις! Δώσε μου το χέρι σου. Πιάνεις; Νά το κεφάλι σου. Αυθεντικό κομμάτι. Σπάνιο. 




Εικόνα 4.

αιώνια επιστροφή II

Κανείς δεν τόλμησε να ενοχλήσει τους χιβάρος για αιώνες, μέχρι που φτάσαμε στις μοντέρνες εποχές μας, μερικές δεκαετίες τώρα, μοντέρνες μόνο και μόνο επειδή ξεριζώνουν τα πάντα από τις ρίζες -ακόμα κι αν αναπνέουν οι ρίζες κι αν ανεβάζουν χυμούς- μόνο επειδή δουλεύουν καλά το δρεπάνι, επειδή εξελίσσουν το δρεπάνι, επειδή το δρεπάνι πρέπει να εξελίσσεται ένα μοντέρνο δρεπάνι δεν πρέπει να κόβει μόνο αλλά και να ξεριζώνει. Πανίσχυρες εταιρείες φαρμάκων, σπόρων, καλλυντικών, μισθοφόροι βιοπειρατές που κλέβουν φύση πατεντάροντάς την προς δικό τους όφελος και σε βάρος φυσικά των ιθαγενών- οι πιο επιτυχημένες και γι’ αυτό σεβαστές στις κοινωνίες τους εταιρείες, πέρα από τη βιοπειρατεία, δεν έβγαλαν ποτέ από το μυαλό τους το χρυσάφι που οι λατρεμένοι τους πρόγονοι δεν κατάφεραν ν’ αρπάξουν τότε- άγια ευκαιρία- κάτω από την καθοδήγηση του σταυρού. Υλοτομία, εξόρυξη χρυσού, μετάλλων και πετρελαίου. Εταιρείες με τη σέσουλα. Εταιρείες και στρατός. Τα τέρατα που καταβροχθίζουν ανθρώπους και λαούς για να ικανοποιήσουν την κοιλιά τους έχουν βάλει στο μάτι τους την καρδιά της γης, να φάνε τον αμαζόνα και στη θέση του να χύσουνε τσιμέντο, να φτειάξουνε τον τάρταρο και στα βάθη του να θάψουν τους γιους της γης για πάντα. Οι πεφωτισμένοι από το σύγχρονο πνεύμα δίες έρχονται για να κυριαρχήσουν. Κανείς δεν θα τους σταματήσει. Κανείς δεν νοιάζεται. Οι λαοί γονατίζουνε στους δίες. Μέχρι και κάποιοι χιβάρος έχουν βγει από τη ζούγκλα, ζούνε μια ανάσα από τα μεταλλεία, υπάλληλοι των εταιρειών, πουλάν τη γη τους για μια τηλεόραση, ένα αμάξi -καθρεφτάκια της προόδου. Πουλάν και την αλήθεια τους που είναι ζωή πραγματική, για μια καλύτερη δήθεν ζωή, που καταλήγει να σβήνει γρήγορα γι’ αυτούς και τα παιδιά τους, μέσα στη φρίκη ενός γιγάντιου ποταμού στου οποίου τις φλέβες τρέχει πια δηλητήριο, του νέσσου το αίμα. 

Χωρίς γη δεν είμαι σούαρ, λένε οι σούαρ χιβάρος. Εκείνοι που ακόμα ζουν μέσα στη ζούγκλα, οι τελευταίοι φύλακες της γήινης καρδιάς, οι τελευταίοι ελεύθεροι άνθρωποι, έχουν αποφασίσει για τη ζωή τους: θα πεθάνουν πολεμώντας για τον αμαζόνα. Έλα που ο πόλεμος εκεί δεν γίνεται πια με το σπαθί και τη σφαίρα. Οι εταιρείες έχουν αποφασίσει ήδη για τη ζωή των χιβάρος κάτι πιο ταιριαστό στον πολιτισμό, κάτι πιο διεστραμμένο, γιατί εμφανίζεται με χέρια καθαρά, κάτι που στερεί στους χιβάρος το σώμα, να πολεμήσουν σώμα με σώμα και να πεθάνουν γενναία ως ελεύθεροι, να πεθάνουν ως οι μόνοι ελεύθεροι. Βρόμικα μυαλά, οι εταιρείες αποφάσισαν και τα κράτη συναίνεσαν: οι χιβάρος θα πεθάνουν εγκλωβισμένοι σ’ έναν μολυσμένο αμαζόνα. 






Εικόνα 5.

ξυπόλυτες σκέψεις σε φυλλόχωμα (κολλάζ)

•Οι σύγχρονοι ηγέτες αντιμετωπίζουν τους λαούς τους όπως οι λατρεμένοι πρόγονοί τους τούς ιθαγενείς. Σου δίνουν και ένα κομμάτι δημοκρατίας όπως κάποτε τα καθρεφτάκια -αυτό που σου λείπει- πάρε να παίζεις και δώσε μας ό,τι είναι κάθε φορά πολύτιμο, τον χρυσό σου, τη συνείδησή σου, τον ιδρώτα σου, την ελευθερία σου. Πάρε μια ιδέα και δώσε σάρκα. Η ανάπτυξη θέλει σάρκες αμέτρητες για να τραβήξει μπρος. Και θέλει και την πίστη στο γενικό καλό, το καλό των παιδιών, για το μέλλον πάντα, αφού στο παρόν είσαι μια σάρκα που λιγοστεύει, που ποιος το αντέχει για τον εαυτό του, μια αδιάκοπη θυσία του ισαάκ που δεν αναστέλλεται, ένα κεφάλι που παίζεται για ένα καπρίτσιο, για μια φωνή ασώματη που δίνει εντολές, μια φωνή σαδιστική, για μια ιδέα. 

•Οι απόγονοι των ναζί, οι απόγονοι εκείνων που ήταν απόγονοι του λευκού κατακτητή, επέστρεψαν, όχι για να φάνε την ευρώπη -αγαπημένο τους έδεσμα. Όχι για τη ρωσία που κείνον τον χειμώνα τσάκισε τους πατεράδες τους (τους βιολογικούς είτε πνευματικούς τους πατέρες). Δεν είναι η διαστροφή που βρίσκει διέξοδο στις σάρκες που εξουσιάζει. Δεν είναι η χλιδάτη ζωή ενός μαφιόζου που δοξάζεται. Ο στόχος τους είναι οι χιβάρος. Όλο το μίσος του μοντέρνου φασίστα είναι γιατί κάπου υπάρχουν ακόμα οι ελεύθεροι χιβάρος.

•Αν εκλείψουν οι μέλισσες θα τελειώσει ο κόσμος -θα τελειώσει αν εκλείψουν κι οι χιβάρος. Οι μέλισσες και οι χιβάρος -οι δυο τους, που απ’ τη σκοπιά της φύσης είναι το ίδιο. 


γ. γεωργίου



_____
σύνδεσμοι


• η εγκληματική εταιρεία που έχει μετατρέψει μέρος του αμαζόνα σε χωματερή τοξικών αποβλήτων
http://chevrontoxico.com/news-and-multimedia/2012/0208-the-true-story-of-chevrons-ecuador-disaster   

• με τον domingo ankuash, ηγέτη των σούαρ χιβάρος 
http://www.youtube.com/watch?v=e3Ss0YHsQFo

• χωρίς γη δεν είμαστε σούαρ
http://www.youtube.com/watch?v=8Hkdh7BUrjE 

• σ’ αρέσει η περιπέτεια; θέλεις να τιμήσεις τους χριστιανούς προγόνους σου; επιθυμείς να πας στη γη των χιβάρος και πάνω στις σάρκες τους να στήσεις δικό σου μεταλλείο χρυσού και να χεστείς στο τάλιρο; 
http://www.adventure-trader.com/Your-Gold-Mine-in-El-Dorado.html

• όταν πεθαίνει ο αμαζόνας -φωτογραφίες 
http://amazonwatch.org/news/2009/0225-ecuador-oil-spill-pollutes-river-in-the-amazon

• 7 απειλές 
http://www.rainforestcruises.com/jungle-blog/threats-facing-the-amazon-rainforest.html



2 σχόλια:

  1. Γιώργο σ' ευχαριστώ γι αυτό το απάνθρωπα ανθρώπινο οδοιπορικό . Είχα καιρό να καταδυθώ στις σκέψεις σου.. και όμως απ τις πρώτες γραμμές [σ] ένιωσα .
    Η αλήθεια σου τόσο οικία που έκανε την ανάσα μου και πάλι βαριά .
    H καρδιά έχανε στο σκάκι απ την άνασσα του Ραδάμανθυ .
    Στα καχεκτικά σπλάχνα μου χύθηκε το μελάνι απ την καταραμένη πένα σου .
    Γίνηκε μωβ .
    Η κλεψύδρα της ζωής σταμάτησε.
    Με τα λύπης διαπίστωσα πως ανήκω τελικά στους ''πολιτισμένους'' .
    Ίσως μου έκανε καλό . - Ίσως -
    Εσύ είσαι ακόμα ζωντανός. -
    Τα σέβη μου ... σύγχρονε Χιβάρε ... μοναδικέ νοσταλγέ των λησμονημένων πολιτειών .

    intelectro.Q

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Intel, χαίρομαι που βαδίζεις εδώ μέσα. Πάει καιρός. Το μπλογκ έχει ερημώσει και τα πλάσματά του έμαθαν πια να ζούνε δίχως τίποτα, συλλέγοντας μια δυο σταγόνες νερό τη νύχτα, πάνω στα γυμνά κορμιά τους, υδρατμοί που κατακάθονται με την αλλαγή θερμοκρασίας. Σ’ ευχαριστώ για το ποτήρι νερό που προσφέρεις -ίσως να φαντάζει τίποτα, μα στην έρημο γίνεται το πιο μεγάλο δώρο.
    Όλοι μας τελικά στους πολιτισμένους ανήκουμε. Πώς ν’ απαλλαχτούμε; Ο Κόσμος δεν πάει προς τα πίσω όπως θα ήθελε ο Ρεμπώ. Ο Κόσμος πάει μπροστά, και πέφτει στον γκρεμό για να ξεκινήσει από το μηδέν και πάλι. Η πρόοδος μεγαλώνει τόσο όσο να χωρέσει στον θάνατο, να του ταιριάξει. Μια καλή μερίδα που για χάρη της αξίζει να βαρυστομαχιάσεις. Ή δεν αξίζει μία, μα το στομάχι τού νου δεν μπορεί να διακρίνει. Και να μην πεινάει, πάλι θα θέλει να ικανοποιηθεί, η γλώσσα, ο ουρανίσκος -δηλητήριο γλυκό σαν μέλι. Βουλιάζουν οι ατλαντίδες τού πολιτισμού για ν’ αναδυθούν άλλες, σ’ έναν αέναο θαρρείς κύκλο. Μαθαίνουμε κάτι; ή μόνο αλεθόμαστε σ’ ένα παράξενο βέλος τού χρόνου που καμπυλώνει και τρώει την ουρά του; Ποιος ξέρει. Και ποιος ξέρει αν έχει καμία σημασία να ξέρει.
    Η άλλη διαδρομή -όχι αυτή στην οποία είμαστε αμετάκλητα εγκλωβισμένοι- είναι τόσο αδιανόητη για μας -λύση αδύνατη- γιατί περνάει απαραίτητα μέσα από τον θάνατο -τον θάνατο αυτού που είμαστε, που γίναμε, και δεν αλλάζει. Έφτασα κοντά, ίσως και να πέρασα στην άλλη όχθη, ένα φάντασμα, μια σκιά. Ίσως να βρίσκομαι στην κόψη. Να αποσυντίθομαι, πνεύμα που σαπίζει, χάνεται σαν τελειωμένο λουλούδι και μένει μόνο η ρίζα του, υγρή στο χώμα, σώμα σε κουκούλι. Ποτέ πριν την ώρα της δεν πρόκειται η πεταλούδα να πετάξει, αρκεί να πεθάνει σε τέτοιο βάθος ώστε να μπορέσει να μεταστοιχειωθεί, να μην σκουληκιάσει.
    Όπως και να 'χει, πιο ζωντανός από ποτέ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή